ἀδολεσχία: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδολεσχία:''' [ᾱ], ἡ, [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ο Θεόφρ. έγραψε <i>περὶ ἀδολεσχίας</i>. | |lsmtext='''ἀδολεσχία:''' [ᾱ], ἡ, [[πολυλογία]], [[φλυαρία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ο Θεόφρ. έγραψε <i>περὶ ἀδολεσχίας</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδολεσχία:''' ἡ<b class="num">1)</b> болтовня, пустословие Arph., Isocr., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> словоохотливость, болтливость Arst.;<br /><b class="num">3)</b> тщательное исследование, тонкий разбор (ἀδολεσχίαι καὶ μετεωρολογίαι φύσεως [[πέρι]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ,
A prating, garrulity, Ar.Nu.1480, Isoc.13.8, Pl.Tht.195c, Arist.Rh.1390a9, Thphr.Char.3: pl., Simp. in Ph.1141.8. II keenness, subtlety, Pl.Phdr.269e. III conversation, talk, LXX 4 Ki.9.11, Ps.54(55).2.
German (Pape)
[Seite 36] ἡ, Schwatzhaftigkeit, Geschwätz, Ar. Nuh. 1480; Plat. Theaet. 195 c; Plut. Lyc. 24; im guten Sinne: Scharfsinn, Spitzfindigkeit, Plat. Phaedr. 269 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδολεσχία: [ᾱ], ἡ πολυλογία, φλυαρία, ἀργολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 1480, Ἰσοκρ. 292D, Πλάτ. Θεαίτ. 195C· ἀδυναμία τῶν γερόντων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 12. Ὁ Θεόφρ. ἔγραψε περὶ ἀδολεσχίας, Χαρακ. 3. ΙΙ. ὀξύτης, λεπτότης, Πλάτ. Φαῖδρ. 269Ε. Παρμεν. 135D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage.
Étymologie: ἀδόλεσχος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾱ-]
1 peyor. charla, charlatanería Ar.Nu.1480, ἀ. καὶ μετεωρολογία Pl.Phdr.269e, δυσμαθία καὶ ἀ. Pl.Tht.195c, cf. Isoc.13.8, Arist.Rh.1390a9, αἱ παρ' οἶνον ἀδολεσχίαι Plu.2.697d, cf. Thphr.Char.3.1, D.C.52.18.7, Ptol.Iudic.9.2, Sch.Theoc.15.87/88, Iambl.Protr.21
•patraña, cuento ref. a la atribución a Hermes de la invención del lenguaje περιφανής ἀ. Diog.Oen.12.3.8.
2 charla, conversación γλώσσης περίπατός ἐστιν ἀ. la charla es un ejercicio de la lengua Astyd.7, cf. LXX 4Re.9.11, Ps.54.3.
3 ret. pleonasmo, redundancia Eust.804.11, 857.65.
Greek Monotonic
ἀδολεσχία: [ᾱ], ἡ, πολυλογία, φλυαρία, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ο Θεόφρ. έγραψε περὶ ἀδολεσχίας.
Russian (Dvoretsky)
ἀδολεσχία: ἡ1) болтовня, пустословие Arph., Isocr., Plat., Plut.;
2) словоохотливость, болтливость Arst.;
3) тщательное исследование, тонкий разбор (ἀδολεσχίαι καὶ μετεωρολογίαι φύσεως πέρι Plat.).