ἁδρόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁδρόομαι:''' Παθ. ([[ἁδρός]]), [[γίνομαι]] ώριμος, [[ισχυρός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἁδρόομαι:''' Παθ. ([[ἁδρός]]), [[γίνομαι]] ώριμος, [[ισχυρός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁδρόομαι:''' созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρόομαι Medium diacritics: ἁδρόομαι Low diacritics: αδρόομαι Capitals: ΑΔΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hadróomai Transliteration B: hadroomai Transliteration C: adroomai Beta Code: a(dro/omai

English (LSJ)

Pass., (ἁδρός)

   A grow stout, Myro Hist.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.

Spanish (DGE)

desarrollarse vigorosamente Myro 2.

• Etimología: Cf. ἁδρός.

Greek Monotonic

ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).