ἀκαλλής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαλλής:''' -ές ([[κάλλος]]), αυτός που δεν έχει [[γοητεία]], που δε διαθέτει θέλγητρα, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀκαλλής:''' -ές ([[κάλλος]]), αυτός που δεν έχει [[γοητεία]], που δε διαθέτει θέλγητρα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκαλλής:''' некрасивый, безобразный ([[σῶμα]], γῆ Luc.; εἰκὼν τῆς ὄψεως Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαλλής Medium diacritics: ἀκαλλής Low diacritics: ακαλλής Capitals: ΑΚΑΛΛΗΣ
Transliteration A: akallḗs Transliteration B: akallēs Transliteration C: akallis Beta Code: a)kallh/s

English (LSJ)

ές,

   A without charms, γυνή Hp.Ep.15; σῶμα Luc.Hist. Conscr.48; γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀ. (v.l. ἀκαμής) Id.Prom.14; [ὕλη] ἀ. καὶ αἰσχρά Procl. in Alc.p.326 C.: Comp., Olymp. in Grg. p.243J.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλής: -ές, = ἄνευ θελγήτρων, σῶμα, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 48· γῆ αὐχμηρὰ καὶ ἀκ. (ἄλλη γραφ. ἀκαμής), ὁ αὐτ. Προμ. 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans beauté, sans charme.
Étymologie: ἀ, κάλλος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1sin atractivo, feo οὐκ ἀ. ... Δόξα Hp.Ep.15, σῶμα Luc.Hist.Cons.48, ἀ. καὶ αἰσχρά Procl.in Alc.326, cf. Luc.Prom.14, Olymp.in Grg.12.10, Clem.Al.Paed.3.2.11
subst. τὸ ἀ. fealdad Gr.Nyss.Eun.3.1.26
ret. falta de adorno τῆς λέξεως Pall.H.Laus.proem.4.
2 moralmente feo, indecoroso, torpe Cyr.Al.M.71.32A
subst. τὸ ἀ. torpeza, fealdad Cyr.Al.M.69.773A.
II adv. -ῶς de un modo feo u obsceno αἰσχρολογεῖν καὶ ἀ. λέγειν Anon.in Rh.171.26.

Greek Monolingual

ἀκαλλὴς (-οῡς), -ὲς (Α)
χωρίς κάλλος, άσχημος
«ἀκαλλὴς γυνή», «ἀκαλλὴς καὶ ἄμορφος εἰκών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -καλλὴς < κάλλος.

Greek Monotonic

ἀκαλλής: -ές (κάλλος), αυτός που δεν έχει γοητεία, που δε διαθέτει θέλγητρα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαλλής: некрасивый, безобразный (σῶμα, γῆ Luc.; εἰκὼν τῆς ὄψεως Plut.).