ἄκημα: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκημα:''' τό = [[ἄκεσμα]], [[θεραπεία]], [[περίθαλψη]], <i>ὀδυνάων</i>, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἄκημα:''' τό = [[ἄκεσμα]], [[θεραπεία]], [[περίθαλψη]], <i>ὀδυνάων</i>, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκημα:''' ατος τό Hom. v. l. = [[ἄκεσμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄκημα: τό = ἄκεσμα, θεραπεία, περίθαλψη, ὀδυνάων, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκημα: ατος τό Hom. v. l. = ἄκεσμα.