ἀλωπεκίς: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλωπεκίς:''' -[[ίδος]], ἡ I. = [[κυναλώπηξ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀλωπεκίς:''' -[[ίδος]], ἡ I. = [[κυναλώπηξ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλωπεκίς:''' ίδος (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> лисья шапка (у фракийцев) Xen.;<br /><b class="num">2)</b> помесь лисы с собакой Xen.
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπεκίς Medium diacritics: ἀλωπεκίς Low diacritics: αλωπεκίς Capitals: ΑΛΩΠΕΚΙΣ
Transliteration A: alōpekís Transliteration B: alōpekis Transliteration C: alopekis Beta Code: a)lwpeki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A mongrel between fox and dog, = κυναλώπηξ, X.Cyn.3.1.    II fox-skin cap, X.An. 7.4.4.    III kind of grape, so-called from its colour, Plin.HN 14.42.

German (Pape)

[Seite 113] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ, νόθον ζῷον μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = κυναλώπηξ, Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. εἶδος ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
casquette en peau de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 tipo de perro laconio que por su aspecto se consideraba producto del cruce entre perro y zorro, X.Cyn.3.1, Hsch., EM 988.
2 alopecis cierta clase de uva, Plin.HN 14.42.

Greek Monolingual

ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)
1. νόθο γέννημα από σκύλο και αλεπού (αλλιώς κυναλώπηξ)
2. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες
3. είδος αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το σχήμα της ουράς αλεπούς, αλεπίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίς].

Greek Monotonic

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ I. = κυναλώπηξ, σε Ξεν.
II. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλωπεκίς: ίδος (ᾰ) ἡ
1) лисья шапка (у фракийцев) Xen.;
2) помесь лисы с собакой Xen.