κυναλώπηξ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
εκος, ἡ, mongrel between dog and fox, nickname of a πορνοβοσκός, Ar.Lys.957; of Cleon, Id.Eq.1067, al.; of the Cynics, Luc.Peregr. 30.
French (Bailly abrégé)
πεκος (ἡ) :
chien hybride, né d'un renard et d'une chienne, animal ; fig. en parl. d'un homme rusé et impudent.
Étymologie: κύων, ἀλώπηξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυναλώπηξ -πεκος, ἡ [κύων, ἀλώπηξ] kom. hond-vos, overdr. voor sluw en schaamteloos persoon.
German (Pape)
εκος, ὁ, Hundefuchs, Bastard von Hund und Fuchs, bes. eine lakonische Hundeart. Bei Ar. Eq. 1062, 1068, wie Luc. Peregrin. 30 ein Schimpfwort, = ein tückischer und listiger Mensch.
Russian (Dvoretsky)
κῠνᾰλώπηξ: εκος ἡ
1 помесь собаки и лисицы Arph.;
2 хитрец Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κῠναλώπηξ: εκος, ἡ, κύων καὶ ἀλώπηξ, μιγὰς ἐκ τῶν δύο, ὡς τὸ Λακων. ἀλωπεκίς, Ἀριστοφ. Λυσ. 957. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Κλέωνος, ὁ αὐτ. εἰς Ἱππ. 1067, κτλ.· τῶν κυνικῶν, Λουκ. Περεγρ. 30.
Greek Monolingual
κυναλώπηξ, -εκος, ἡ (Α)
1. είδος λαγωνικού σκύλου που προήλθε από διασταύρωση σκύλου και αλεπούς
2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός ή επωνύμιο πορνοβοσκού, κακοήθης, πανούργος, άτιμος
3. μτφ. σκωπτικό επίθ. του Κλέωνος («Αἰγείδη, φράσσαι κυναλώπεκα μή σε δολώσῃ», Αριστοφ.)
4. μτγν. υβριστική προσωνυμία για τους κυνικούς φιλοσόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἀλώπηξ.
Greek Monotonic
κῠναλώπηξ: -εκος, ἡ, σκύλος και αλεπού, μιγάς από αυτά τα δύο, σκωπτικώς ως όνομα του Κλέωνα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κῠν-αλώπηξ, εκος, ἡ,
a fox-dog, mongrel between dog and fox, nickname of Cleon, Ar.