ἀμφικεάζω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφικεάζω:''' [[διασχίζω]], [[κόβω]] στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ <i>-κεάσσας</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀμφικεάζω:''' [[διασχίζω]], [[κόβω]] στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ <i>-κεάσσας</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφικεάζω:''' обрубать, кругом стесывать (τὸ [[μέλαν]] [[δρυός]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A cleave asunder, in Ep. aor. part. -κεάσσας Od.14.12.
German (Pape)
[Seite 139] rings spalten, behauen, Od. 14, 12 ἀμφικεάσσας.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόπτω εἰς δύο. Ἐπ. μετοχ. ἀόρ. -κεάσας Ὀδ. Ξ. 12.
French (Bailly abrégé)
part. ao. épq. ἀμφικεάσσας;
fendre tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κεάζω.
English (Autenrieth)
split or hew around; τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσᾶς, Od. 14.12†.
Spanish (DGE)
cortar, hendir, tallar alrededor τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας quitando la madera alrededor del negro (corazón) de una encina, Od.14.12.
Greek Monolingual
ἀμφικεάζω (Α) κεάζω
σχίζω και από τις δύο πλευρές, περικόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κεάζω «σχίζω»].
Greek Monotonic
ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόβω στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ -κεάσσας, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικεάζω: обрубать, кругом стесывать (τὸ μέλαν δρυός Hom.).