ἀνάποινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(2)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάποινος:''' -ον ([[ἄποινα]]), αυτός που δεν έχει [[ποινή]], μόνο στο ουδ. <i>ἀνάποινον</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνάποινος:''' -ον ([[ἄποινα]]), αυτός που δεν έχει [[ποινή]], μόνο στο ουδ. <i>ἀνάποινον</i>, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄποινα]]<br />without [[ransom]], only in neut. ἀνάποινον as adv., Il.
}}
}}

Revision as of 13:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάποινος Medium diacritics: ἀνάποινος Low diacritics: ανάποινος Capitals: ΑΝΑΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: anápoinos Transliteration B: anapoinos Transliteration C: anapoinos Beta Code: a)na/poinos

English (LSJ)

ον,

   A without ransom, only once in neut. (as Adv., acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.

German (Pape)

[Seite 203] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάποινος: -ον, ἄνευ ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἅπαξ κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. ἀπριάτην ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. νήποινος.

English (Autenrieth)

(ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. -πυνος Hsch.α 4535
1 (entendido a veces como adv.), sin rescate κούρη Il.1.99, ἀ. ·ἀλύτρωτος Hsch.α 4513, cf. l.c., Sud.
2 ciren. μάταιος Hsch.α 4513, l.c.

Greek Monolingual

ἀνάποινος, -ον (Α)
αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή.

Greek Monotonic

ἀνάποινος: -ον (ἄποινα), αυτός που δεν έχει ποινή, μόνο στο ουδ. ἀνάποινον, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἄποινα
without ransom, only in neut. ἀνάποινον as adv., Il.