ἀναμανθάνω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀναμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναμανθάνω:''' разузнавать, разведывать Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A inquire closely, Hdt.9.101; learn afresh, Hsch.; simply, learn, D.S.34.17, Ph.1.406.
German (Pape)
[Seite 197] (s. μανθάνω), wieder, von neuem lernen; ausforschen, Her. 9, 101, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμανθάνω: μανθάνω τι μετ’ ἀκριβείας, λαμβάνω ἀκριβεῖς πληροφορίας, ἐξετάζω λεπτομερῶς, Ἡρόδ. 9. 101. - «ἀναμάθω, ἐξ ἀρχῆς μάθω» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
chercher à savoir.
Étymologie: ἀνά, μανθάνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμμ- Hsch.
1 indagar Hdt.9.101, I.AI 3.222
•aor. saber, enterarse de τὸν θάνατον D.S.34.17, cf. Ph.1.406, Clem.Al.Strom.7.1.1.
2 aprender desde un principio Hsch.
•ἀμμάθω· μεταμέλωμαι Hsch.
Greek Monolingual
ἀναμανθάνω (ΑΜ)
μαθαίνω κάτι με ακρίβεια, παίρνω ακριβείς πληροφορίες, πληροφορούμαι.
Greek Monotonic
ἀναμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, εξετάζω προσεκτικά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμανθάνω: разузнавать, разведывать Her.