διαπαρατριβή: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπαρατρῐβή:''' ἡ, βίαιη [[διαμάχη]], [[σφοδρός]] [[αγώνας]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''διαπαρατρῐβή:''' ἡ, βίαιη [[διαμάχη]], [[σφοδρός]] [[αγώνας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''διαπαρατρῐβή:''' ἡ страстный спор (NT - v. l. [[παραδιατριβή]]).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπαρατρῐβή Medium diacritics: διαπαρατριβή Low diacritics: διαπαρατριβή Capitals: ΔΙΑΠΑΡΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: diaparatribḗ Transliteration B: diaparatribē Transliteration C: diaparatrivi Beta Code: diaparatribh/

English (LSJ)

ἡ,

   A constant wrangling, 1 Ep.Ti.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιος, σφοδρὸς ἀγών, φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
violente querelle.
Étymologie: διά, παρατριβή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
diatriba constante διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida 1Ep.Ti.6.5.

Greek Monolingual

διαπαρατριβή, η (Α)
βίαιος ανταγωνισμός.

Greek Monotonic

διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιη διαμάχη, σφοδρός αγώνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διαπαρατρῐβή: ἡ страстный спор (NT - v. l. παραδιατριβή).