διαπαρατριβή: Difference between revisions
From LSJ
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπαρατρῐβή:''' ἡ, βίαιη [[διαμάχη]], [[σφοδρός]] [[αγώνας]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''διαπαρατρῐβή:''' ἡ, βίαιη [[διαμάχη]], [[σφοδρός]] [[αγώνας]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπαρατρῐβή:''' ἡ страстный спор (NT - v. l. [[παραδιατριβή]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A constant wrangling, 1 Ep.Ti.6.5.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιος, σφοδρὸς ἀγών, φιλονικία, Ν. Δ. Α' Τιμ. Ϛ', 5, Κλήμης 1. 736 (Migne)· (κοιν. παραδιατριβαί).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
violente querelle.
Étymologie: διά, παρατριβή.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
diatriba constante διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν constantes diatribas de hombres de mente corrompida 1Ep.Ti.6.5.
Greek Monolingual
διαπαρατριβή, η (Α)
βίαιος ανταγωνισμός.
Greek Monotonic
διαπαρατρῐβή: ἡ, βίαιη διαμάχη, σφοδρός αγώνας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διαπαρατρῐβή: ἡ страстный спор (NT - v. l. παραδιατριβή).