Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκάθημαι:''' Παθ., [[κάθομαι]] [[χωριστά]], [[μακριά]]· ἀτιμώμενοι [[ἀποκατέαται]] (Ιων. αντί <i>-κάθηνται</i>)· σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποκάθημαι:''' Παθ., [[κάθομαι]] [[χωριστά]], [[μακριά]]· ἀτιμώμενοι [[ἀποκατέαται]] (Ιων. αντί <i>-κάθηνται</i>)· σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκάθημαι:''' ион. [[ἀποκάτημαι]] сидеть отдельно Her., Arst.
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκάθημαι Medium diacritics: ἀποκάθημαι Low diacritics: αποκάθημαι Capitals: ΑΠΟΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: apokáthēmai Transliteration B: apokathēmai Transliteration C: apokathimai Beta Code: a)poka/qhmai

English (LSJ)

   A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ion. for -κάθηνται) Hdt.4.66; ἐν τῷ τεύχει Arist.HA625a26; ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7 (Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXXLe.20.18, al., cf. Ph.1.578; θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2.    II sit idle, Ael. VH6.12.

German (Pape)

[Seite 305] abgesondert dasitzen, Arist. H. A. 9, 40; in ion. Form ἀποκατέαται Her. 4, 66. Bei Poll. 3, 123 wie ἀποκαθίζεσθαι, müßig dasitzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθημαι: παθ., κάθημαι χωριστά, μακράν, ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀποκάθηνται) Ἡρόδ. 4. 66· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26· ἀποκαθημένη = αἱμορροοῦσα, Ἑβδ. (Λευϊτ. κ΄, 18, κ. ἀλλ.). ΙΙ. κάθημαι ἀργός, μηδὲν πράττων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 26, Αἰλ. Π. Ἱ. 6. 12.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’asseoir à l’écart.
Étymologie: ἀπό, κάθημαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. pres. ind. 3.a plu. ἀποκατέαται Hdt.4.66]
1 estar sentado o instalado aparte ἠτιμωμένοι ἀποκατέαται Hdt.l.c., ἐν τῷ τεύχει ἀποκαθήμεναι de las abejas, Arist.HA 625a26, ἐν τῷ γυμνασίῳ FD 3.338.7 (I a.C.), πρός τινι πυραμίδι Plb.Fr.115, θεατὰς ... αὐτοὺς ἀποκαθῆσθαι τῶν κινδύνων I.BI 4.371
de ahí en la lit. judía y aplicado a la mujer menstruar ἀποκαθημένη mujer menstruante LXX Le.20.18, cf. Ez.22.10, Ep.Ie.27, Ph.1.574, ἀποκαθημένη· αἱμορροοῦσα Hsch.
2 fig. estar inactivo, perder el tiempo ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν Theopomp.Hist.283b.

Greek Monolingual

ἀποκάθημαι (AM)
1. κάθομαι χωριστά, μακριά
2. παραμένω αργός, αδρανώ
3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη
η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια.

Greek Monotonic

ἀποκάθημαι: Παθ., κάθομαι χωριστά, μακριά· ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται (Ιων. αντί -κάθηνται)· σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάθημαι: ион. ἀποκάτημαι сидеть отдельно Her., Arst.