βαρύδικος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που λαμβάνει [[βαριά]], σκληρή [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''βᾰρύδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που λαμβάνει [[βαριά]], σκληρή [[εκδίκηση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύδῐκος:''' сурово мстящий ([[ποινά]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρύδῐκος Medium diacritics: βαρύδικος Low diacritics: βαρύδικος Capitals: ΒΑΡΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: barýdikos Transliteration B: barydikos Transliteration C: varydikos Beta Code: baru/dikos

English (LSJ)

ον,

   A taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.

German (Pape)

[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδῐκος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.

Greek Monolingual

βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].

Greek Monotonic

βᾰρύδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που λαμβάνει βαριά, σκληρή εκδίκηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύδῐκος: сурово мстящий (ποινά Aesch.).