δυσπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), [[απρεπής]], [[αναξιοπρεπής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δυσπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), [[απρεπής]], [[αναξιοπρεπής]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπρεπής:''' недостойный, неподобающий (κἂν τοῖσι δούλοις Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A base, undignified, E.Hel.300.
German (Pape)
[Seite 688] ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρεπής: -ές, ἀπρεπής, ἀναξιοπρεπής, Εὐρ. Ἑλ. 300.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
indécent, inconvenant.
Étymologie: δυσ-, πρέπω.
Spanish (DGE)
-ές
1 indigno, inconveniente ἀγχόναι ... κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται E.Hel.300.
2 feo, deforme Hsch.
Greek Monolingual
δυσπρεπής, -ές (Α)
αναξιοπρεπής.
Greek Monotonic
δυσπρεπής: -ές (πρέπω), απρεπής, αναξιοπρεπής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρεπής: недостойный, неподобающий (κἂν τοῖσι δούλοις Eur.).