ὀξυόεις: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(5)
(3b)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξυόεις:''' -εσσα, -εν ([[ὀξύς]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀξυόεις:''' -εσσα, -εν ([[ὀξύς]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξυόεις:''' όεσσα, όεν [[ὀξύς]] заостренный, острый, по по друг. [[ὀξύη]] буковый ([[δόρυ]], [[ἔγχος]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 353] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von ἔγχος, bes. Il., δόρυ 14, 443; gew. von ὀξύα abgeleitet, = ὀξύϊνος, aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = ὀξύς.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυόεις: εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. μελιτόεις, λωτόεις)· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = ὀξύϊνος (ἐκ τοῦ ὀξύα), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aigu, pointu [[[ὀξύς]]] ; ou plutôt en bois de hêtre [[[ὀξύα]]].

English (Autenrieth)

-εσσα, εν: sharp-pointed.

Greek Monolingual

ὀξυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς, οξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύα + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ὀξυόεις: -εσσα, -εν (ὀξύς), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξυόεις: όεσσα, όεν ὀξύς заостренный, острый, по по друг. ὀξύη буковый (δόρυ, ἔγχος Hom.).