λυπρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λυπρόβιος:''' -ον, αυτός που διάγει άθλια [[ζωή]]. | |lsmtext='''λυπρόβιος:''' -ον, αυτός που διάγει άθλια [[ζωή]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λυπρό-βιος, ον<br />[[leading]] a [[wretched]] [[life]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A leading a wretched life, Str.7.5.12.
Greek (Liddell-Scott)
λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.
Greek Monolingual
λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό-βιος, νυκτερό-βιος].
Greek Monotonic
λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.