εὐάγγελος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐάγγελος:''' -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὐάγγελος:''' -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐάγγελος:''' приносящий благую весть ([[πῦρ]] Aesch.; [[φήμη]] Eur.): εὐ. [[ἐλπίς]] Aesch. и [[δόξα]] εὐ. Eur. радостная надежда. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀγγέλλω)
A bringing good news, πῦρ A.Ag.21; ἐλπίδες ib. 262, etc.; σωτηρίων πραγμάτων εὐ. ib.646; Φήμῃ εὐ. IG14.1120; ῥινός Opp.H.5.237; title of Hermes, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1054] gute Botschaft bringend, Fröhliches verkündigend, Aesch. Ag. oft, z. B. πῦρ, ἐλπίδες, 21. 253; φήμη, Eur. Phoen. 1223; δόξα, Med. 1010; sp. D., wie Opp. H. 5, 237.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάγγελος: -ον, (ἀγγέλλω) φέρων καλὰς ἀγγελίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἐλπίδες αὐτόθι 262, κτλ.· σωτηρίων πραγμάτων εὐαγγ. αὐτόθι 646 φήμη εὐ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5973b. II. Καθ’ Ἡσύχ. «Εὐάγγελος· ὁ Ἑρμῆς».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte une bonne nouvelle, qui marque un événement heureux.
Étymologie: εὖ, ἄγγελος.
Spanish
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ εὐάγγελος, -ον)
αυτός που φέρνει καλές αγγελίες (α. «εὐαγγέλου πυρός», Αισχύλ.
β. «αντηχούν ευάγγελοι φθόγγοι», Βιζυην.)
αρχ.
1. επίθ. του Ερμή
2. εκκλ. αυτός που διαβάζει το Ευαγγέλιο στην εκκλησία («εὐάγγελος ἀνὴρ βιβλίον ἀερτάζων διανίσσεται», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγγελος < αγγέλλω, πρβλ. εξ-άγγελος, κακ-άγγελος, προ-άγγελος].
Greek Monotonic
εὐάγγελος: -ον, αυτός που φέρνει καλές ειδήσεις, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐάγγελος: приносящий благую весть (πῦρ Aesch.; φήμη Eur.): εὐ. ἐλπίς Aesch. и δόξα εὐ. Eur. радостная надежда.