κνώσσω: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κνώσσω:''' [[κοιμάμαι]] [[ήσυχα]] (σαν [[αρνάκι]]), σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. | |lsmtext='''κνώσσω:''' [[κοιμάμαι]] [[ήσυχα]] (σαν [[αρνάκι]]), σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνώσσω:''' дремать, спать Hom., Pind., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A slumber, Od.4.809, Simon.37.6, Pi.O.13.71, P.1.8, Theoc. 21.65, AP5.293.11 (Agath.), etc.: prov., Λάτμιον κνώσσεις 'you sleep like a top', Herod.8.10.
German (Pape)
[Seite 1464] schlafen, schlummern; Od. 4, 809; Pind. P. 13, 68; auch κνώσσων εὕδει, 1, 8; sp. D., Nic. Al. 457, Antiphil. 42 (IX, 242), Rhian. 2 (XII, 38), öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κνώσσω: ὑπνώττω, κοιμῶμαι, Ὀδ. Δ. 809, Σιμων. 44. 6, Πινδ. Ο. 13. 100, Π. 1. 15, Ἀνθ. Π. 5. 294, 11, κτλ.· ― οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
dormir.
Étymologie: DELG aucune étym. en vue.
English (Autenrieth)
slumber, Od. 4.809†.
English (Slater)
κνώσσω
1 slumber κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν (O. 13.71) ὁ δὲ (sc. αἰετός) κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ (P. 1.8)
Greek Monolingual
κνώσσω (Α)
1. κοιμάμαι («περίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ' ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.)
2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» — μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν-ώσσω].
Greek Monotonic
κνώσσω: κοιμάμαι ήσυχα (σαν αρνάκι), σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κνώσσω: дремать, спать Hom., Pind., Anth.