Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τάρφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάρφος:''' -εος, ὁ, [[πύκνωμα]], πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. (Από το [[τρέφω]] = κάνω [[κάτι]] πυκνό, [[πυκνώνω]]).
|lsmtext='''τάρφος:''' -εος, ὁ, [[πύκνωμα]], πυκνό [[φύλλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. (Από το [[τρέφω]] = κάνω [[κάτι]] πυκνό, [[πυκνώνω]]).
}}
{{elru
|elrutext='''τάρφος:''' εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).
}}
}}

Revision as of 04:29, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρφος Medium diacritics: τάρφος Low diacritics: τάρφος Capitals: ΤΑΡΦΟΣ
Transliteration A: tárphos Transliteration B: tarphos Transliteration C: tarfos Beta Code: ta/rfos

English (LSJ)

εος, τό,

   A thicket, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθέης ἐν τ. ὕλης 15.606; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα A.R.4.1238. (From τρέφω thicken.)

German (Pape)

[Seite 1072] τό (mit τρέφω, dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.

Greek (Liddell-Scott)

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνὸν φύλλωμα, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Ἰλ. Ε. 555 βαθέης ἐνὶ τ. ὑ. Ο. 606· τάρφεα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1238. (Ἐκ τοῦ τρεφέω, πυκνὸν ποιῶ).

English (Autenrieth)

εος (τρέφω): thicket, only dat. pl., ἐν τάρφεσιν ὕλης, Il. 5.555 and Il. 15.606.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταρφ- του τρέφω. Παράλληλα με το επίθ. ταρφύς μαρτυρείται ο πληθ. θηλυκού ταρφειαί (πρβλ. θαμειαί, πυκιναί), από όπου το επίθ. ταρφειός].

Greek Monotonic

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ. (Από το τρέφω = κάνω κάτι πυκνό, πυκνώνω).

Russian (Dvoretsky)

τάρφος: εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).