προσπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπτήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σκύβω]] ή [[ζαρώνω]] προς τα [[κάπου]], <i>ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</i> (Επικ. μτχ. παρακ. αντί <i>προσπεπτηκυῖαι</i>), ακρωτήρια κλίνουν προς το [[λιμάνι]], δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''προσπτήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σκύβω]] ή [[ζαρώνω]] προς τα [[κάπου]], <i>ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</i> (Επικ. μτχ. παρακ. αντί <i>προσπεπτηκυῖαι</i>), ακρωτήρια κλίνουν προς το [[λιμάνι]], δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπτήσσω:''' дор. [[ποτιπτήσσω]] прислоняться: ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (= * προσπεπτηκυῖαι) Hom. защищающие бухту скалистые берега.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπτήσσω Medium diacritics: προσπτήσσω Low diacritics: προσπτήσσω Capitals: ΠΡΟΣΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: prosptḗssō Transliteration B: prosptēssō Transliteration C: prosptisso Beta Code: prospth/ssw

English (LSJ)

   A crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part. for προσπεπτηκυῖαι) headlands verging towards the harbour, i.e. shutting it in, Od.13.98.

German (Pape)

[Seite 779] von Buttmann angenommene Präsensform, um ποτιπεπτηυῖα abzuleiten, welches unter προσπίπτω nachzusehen ist.

Greek (Liddell-Scott)

προσπτήσσω: κλίνω πρός τι, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ προσπεπτηκυῖαι), ἀπόκρημνοι ἀκταὶ προσνεύουσαι, προσκλίνουσαι πρὸς τὸν λιμένα, δηλ. περικλείουσαι αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· - κατὰ τύπον ἠδύνατο νὰ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ προσπίπτω, ὡς καὶ συχνάκις λαμβάνεται· ἀλλ’ ἴδε καταπτήσσω, ὑποπτήσσω.

Greek Monolingual

Α
παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»].

Greek Monotonic

προσπτήσσω: μέλ. -ξω, σκύβω ή ζαρώνω προς τα κάπου, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Επικ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), ακρωτήρια κλίνουν προς το λιμάνι, δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

προσπτήσσω: дор. ποτιπτήσσω прислоняться: ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (= * προσπεπτηκυῖαι) Hom. защищающие бухту скалистые берега.