οἴναρον: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἴνᾰρον:''' τό ([[οἴνη]]), [[αμπελόφυλλο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''οἴνᾰρον:''' τό ([[οἴνη]]), [[αμπελόφυλλο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''οἴναρον:''' τό виноградный лист Xen.
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνᾰρον Medium diacritics: οἴναρον Low diacritics: οίναρον Capitals: ΟΙΝΑΡΟΝ
Transliteration A: oínaron Transliteration B: oinaron Transliteration C: oinaron Beta Code: oi)/naron

English (LSJ)

τό,

   A vine-leaf or tendril, X.Oec.19.18, Thphr.HP9.13.5, Babr.34.2 (v.l. οἰνάσιν), etc.    II vine, Alciphr. 3.22.

Greek (Liddell-Scott)

οἴνᾰρον: τό, = τῷ προηγ., Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ ἄμπελος, Ἀλκίφρων 3. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 feuille de vigne, pampre;
2 vigne.
Étymologie: οἴνη.

Greek Monolingual

οἴναρον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το κλαδί της αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν.
β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.)
2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -αρον (πρβλ. φάλος: φάλ-αρον)].

Greek Monotonic

οἴνᾰρον: τό (οἴνη), αμπελόφυλλο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

οἴναρον: τό виноградный лист Xen.