οὐδεπώποτε: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐδεπώποτε:''' επίρρ., όχι [[ακόμη]] σε κάποια χρονική [[στιγμή]], [[ακόμη]] [[ποτέ]], [[ποτέ]] [[μέχρι]] [[τώρα]], σε Σοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''οὐδεπώποτε:''' επίρρ., όχι [[ακόμη]] σε κάποια χρονική [[στιγμή]], [[ακόμη]] [[ποτέ]], [[ποτέ]] [[μέχρι]] [[τώρα]], σε Σοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐδεπώποτε:''' adv. тж. раздельно никогда еще: [[πῶς]] γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ [[εἶδον]] οὐ.; Soph. как мне знать того, кого я никогда еще не видел? | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Conj. and Adv.
A and not yet ever, never yet at any time, usu. of the past, as S.Ph.250, And.1.22, Pl.Prt.313c: later of the fut., οὐδεπώποτε ἀπολαύσομεν Them.Or.26.330a; v. οὐδέποτε.
German (Pape)
[Seite 410] noch niemals; c, aor., Soph. Phil. 250, wie Plat. Conv. 175 b; διείλεξαι, Prot. 313 b. Erst bei Sp. mit praes. u. fut., vgl. Lob. Phryn. 458, s. auch οὐπώποτε.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδεπώποτε: Ἐπίρρ., ἀείποτε ἐπὶ παρελθόντος, ὡς: πῶς γὰρ κάτοιδ’ ὅν γ’ εἶδον οὐδεπώποτε, πῶς νὰ γνωρίζω ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον οὐδέποτε εἶδον εἰς τὴν ζωήν μου; Σοφοκλ. Φιλ. 250, Ἀνδοκ. 4. 11, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἴδε ἐν λέξ. οὐδέποτε.
French (Bailly abrégé)
adv.
jamais jusqu’à présent, jamais encore.
Étymologie: οὐδέ, πώποτε.
Greek Monolingual
οὐδεπώποτε (Α)
(επίρρ. και σύνδ.) ποτέ έως τώρα, ουδέποτε ακόμη («ὅν γ' εἶδον οὐδεπώποτε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + πώποτε «ποτέ ως τώρα» (πρβλ. μηδε-πώποτε)].
Greek Monotonic
οὐδεπώποτε: επίρρ., όχι ακόμη σε κάποια χρονική στιγμή, ακόμη ποτέ, ποτέ μέχρι τώρα, σε Σοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οὐδεπώποτε: adv. тж. раздельно никогда еще: πῶς γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ εἶδον οὐ.; Soph. как мне знать того, кого я никогда еще не видел?