κρυστάλλινος: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρυστάλλῐνος:''' -η, -ον, από κρύσταλλα, [[κρυστάλλινος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κρυστάλλῐνος:''' -η, -ον, από κρύσταλλα, [[κρυστάλλινος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρυστάλλῐνος:''' кристальный, подобный кристаллу (δελτάρια Plut.; νίπτρα Νυμφᾶν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A icy, χεῖρες Hp.Epid.7.25. II of crystal, κύλιξ D.C.54.23; νίπτρα AP9.330 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1516] von Krystall, hell u. rein, durchsichtig; νίπτρα Νυμ φᾶν Nicarch. 8 (IX, 330); κύλιξ D. Cass. 54, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κρυστάλλῐνος: -η, -ον, ἐκ τοῦ κρυστάλλου, «κρουσταλλένιος», κύλιξ Δίων Κ. 54· 23· νίπτρα Ἀνθ. Π. 9. 330.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de cristal.
Étymologie: κρύσταλλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κρυστάλλινος, -ίνη, -ον)
αυτός που αποτελείται ή είναι φτιαγμένος από κρύσταλλο (α. «κρυστάλλινο ποτήρι» β. «κύλικα κρυσταλλίνην», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
φρ. «κρυστάλλινος φακός» — κρυσταλλοειδής φακός
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυσταλλένιος
2. διαφανής, διαυγής («έχει κρυστάλλινη σκέψη»)
αρχ.
παγετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γυάλ-ινος, ξύλ-ινος)].
Greek Monotonic
κρυστάλλῐνος: -η, -ον, από κρύσταλλα, κρυστάλλινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρυστάλλῐνος: кристальный, подобный кристаллу (δελτάρια Plut.; νίπτρα Νυμφᾶν Anth.).