κρυσταλλένιος

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ κρυσταλλένιος, -α, -ο)
1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυστάλλινος
2. διαυγής, διαφανής, λαμπρός
3. δροσερός, χιονάτος
4. κατασκευασμένος από κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. -ένιος (πρβλ. βελουδένιος, μενεξεδένιος)].