Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπομενετικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], [[τῶν]] δεινῶν, σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], [[τῶν]] δεινῶν, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπομενετικός:''' и [[ὑπομενητικός]] 3 выносливый, терпеливый Plat.: ὑ. τινος и πρός τι Arst. умеющий переносить что-л.
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομενετικός Medium diacritics: ὑπομενετικός Low diacritics: υπομενετικός Capitals: ΥΠΟΜΕΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypomenetikós Transliteration B: hypomenetikos Transliteration C: ypomenetikos Beta Code: u(pomenetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to undergo, patient of, τῶν δεινῶν Arist.EN1115a25 (Comp.); κινδύνων Id.EE1232a26; πρὸς λύπας ib. 1229b5.    2 obstinate, διδασκαλίαι Demetr.Lac.Herc.1012.47. Codd. also have ὑπομενητικός or ὑπομενε-μονητικός, Hp.Decent.3, Pl.Def. 412b, 416a, Arist.VV1250b14, Chrysipp.Stoic.3.125, Andronic.Rhod. p.576 M., Hierocl. in CA7p.429M. Adv. -κῶς Stoic.3.72.

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομενετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ προτέρημα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας αὐτόθι 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡσαύτως, ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se résigne volontiers, endurant, patient.
Étymologie: ὑπομένω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, -ή, -όν, Α ὑπομενετός / ὑπομενητός
ὑπομονετικός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν
η ιδιότητα του υπομονετικού
αρχ.
επίμονος, πεισματάρης.

Greek Monotonic

ὑπομενετικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την δύναμη να υπομένει, υπομονετικός, τῶν δεινῶν, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομενετικός: и ὑπομενητικός 3 выносливый, терпеливый Plat.: ὑ. τινος и πρός τι Arst. умеющий переносить что-л.