ὑλοτομία: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλοτομία:''' ἡ, [[υλοτομία]] ή [[κόψιμο]] ξύλων, σε Αριστ. | |lsmtext='''ὑλοτομία:''' ἡ, [[υλοτομία]] ή [[κόψιμο]] ξύλων, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλοτομία:''' (ῡ) ἡ рубка леса Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A felling of wood, Arist.Pol.1258b31, PLond.3.1171.58 (i B.C.), Ael.NA3.21.
German (Pape)
[Seite 1177] ἡ, das Holzhauen, -fällen, Arist. pol. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοτομία: ἡ, τὸ κόπτειν ξύλα, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 4, Αἰλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
coupe d’arbres ou de bois.
Étymologie: ὑλοτόμος.
Greek Monolingual
η / ὑλοτομία, ΝΑ υλοτόμος
1. η κοπή δένδρων από το δάσος
2. συνεκδ. το υλοτόμιο
νεοελλ.
η εκμετάλλευση τών δασών.
Greek Monotonic
ὑλοτομία: ἡ, υλοτομία ή κόψιμο ξύλων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλοτομία: (ῡ) ἡ рубка леса Arst.