σαγή: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαγή:''' [ᾰ], ἡ ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, [[αὐτόφορτος]] οἰκεία [[σάγη]], δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, [[ιπποσκευή]], [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σάγμα]] II, [[σαμάρι]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''σαγή:''' [ᾰ], ἡ ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, [[αὐτόφορτος]] οἰκεία [[σάγη]], δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, [[ιπποσκευή]], [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σάγμα]] II, [[σαμάρι]], σε Βάβρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σαγή -ῆς, ἡ [σάττω] bepakking, bagage; spec. bewapening, uitrusting, ook plur.: πρέποντες δορυσσοῖς σαγαῖς opvallend door hun bewapening met snel bewegende speren Aeschl. Sept. 125.
}}
}}

Revision as of 08:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγή Medium diacritics: σαγή Low diacritics: σαγή Capitals: ΣΑΓΗ
Transliteration A: sagḗ Transliteration B: sagē Transliteration C: sagi Beta Code: sagh/

English (LSJ)

ἡ, a man's

   A pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ, i.e. carrying his own baggage, etc., A.Ch.675; scrip, wallet, knapsack, Ion Trag.7: then, generally, harness, furniture, equipment, παντελῆ σαγὴν ἔχων A.Ch.560, cf. E.Rh.207; τοξήρης σ. Id.HF188; esp. armour, harness, S.Fr.1092 (prob.), cf. Ar.Fr.848, Men.1061, LXX 2 Ma.3.25; also in pl., φεράσπιδες σαγαί A.Pers.240 (troch.), cf. Th. 125 (lyr.), 391.    II later,= σάγμα 11, pack-saddle, PGoodsp.Cair.30 xxxviii 16 (ii A.D.), Babr.7.12, Poll.1.185, 10.54; καμήλου J.AJ1.19.10; also the padding of a saddle, Str.15.1.20. (From σάττω: hence πανσαγία or πασσαγία.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.309.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση
αρχ.
1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.)
2. οδοιπορικός σάκος, δισάκι
3. σκεύη, έπιπλα
4. οπλισμός («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)
5. σάγμα, σαμάρι
6. καθετί που γεμίζει το σάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -ή (πρβλ. ταγ-ή)].

Greek Monotonic

σαγή: [ᾰ], ἡ (σάττω),
I. αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, αὐτόφορτος οἰκεία σάγη, δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, ιπποσκευή, οπλισμός, εξοπλισμός, στον ίδ., σε Ευρ.
II. = σάγμα II, σαμάρι, σε Βάβρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαγή -ῆς, ἡ [σάττω] bepakking, bagage; spec. bewapening, uitrusting, ook plur.: πρέποντες δορυσσοῖς σαγαῖς opvallend door hun bewapening met snel bewegende speren Aeschl. Sept. 125.