κίσηρις: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κίσηρις:''' [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, [[ελαφρόπετρα]], Λατ. [[pumex]], σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''κίσηρις:''' [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, [[ελαφρόπετρα]], Λατ. [[pumex]], σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίσηρις:''' εως, Luc. [[κίσσηλις]] (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:58, 31 December 2018
English (LSJ)
( κίσηλις PHolm.12.11, implied in Luc.Jud.Voc.4), εως (Luc.l.c., -ιδος Thphr. (v. infr.), cf. Choerob.in Theod.1.329 H.), ἡ,
A pumice-stone, Ar.Fr.320.4, Alex.124.9, Arist.EN1111a13, Thphr.Lap.22, etc. [ῐ in Comm. ll.cc., AP6.295 (Phan.): κίσσηρις is erroneous in Thphr.l.c., Asp.in EN65.4.]
German (Pape)
[Seite 1442] εως, ἡ, u. ä., f. κίσσηρις.
Greek (Liddell-Scott)
κίσηρις: -εως, (Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4, ἀλλὰ -ιδος, Θεόφρ. κατωτ., πρβλ. Χοιροβ. ἐν Θεοδ. σ. 335), ἡ, ἐλαφρόπετρα, λατ. pumex, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 4, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 9, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17, Θεοφρ. π. Λίθ. 22, κτλ. ῐ παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 6. 295, ὥστε ὁ τύπος κίσσηρις εἶναι πιθανῶς ἐσφαλμένος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mieux que κίσσηρις;
pierre ponce.
Étymologie: DELG on suppose un emprunt d’origine inconnue.
Greek Monotonic
κίσηρις: [ῑ], -εως και -ιδος, ἡ, ελαφρόπετρα, Λατ. pumex, σε Αριστοφ., Λουκ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κίσηρις: εως, Luc. κίσσηλις (κῐ) ἡ пемза Arst., Luc.