εὔπυργος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπυργος:''' -ον, αυτός που έχει καλούς πύργους, λέγεται για προστατευμένες με οχυρώσεις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''εὔπυργος:''' -ον, αυτός που έχει καλούς πύργους, λέγεται για προστατευμένες με οχυρώσεις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπυργος:''' дор. [[ἠΰπυργος]] 2 с хорошими башнями, т. е. сильно укрепленный ([[Τροίη]] Hom.; [[πόλις]] Hes.; Αἰακιδᾶν [[ἕδος]] Pind.; τείχη Anth.).
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπυργος Medium diacritics: εὔπυργος Low diacritics: εύπυργος Capitals: ΕΥΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: eúpyrgos Transliteration B: eupyrgos Transliteration C: eypyrgos Beta Code: eu)/purgos

English (LSJ)

ον,

   A well-towered, of fortified towns, Τροίην εὔ. 11.7.71, cf. Hes.Sc.270, B.5.184, AP9.62 (Even.): poet. ἠΰπυργος prob. in Pi. N.4.12.

German (Pape)

[Seite 1092] mit schönen Thürmen, wohlumthürmt, d. i. gut befestigt, Τροίη Il. 7, 71; πόλις Hes. Sc. 270; Αἰακιδᾶν ἕδος ἠΰπ. Pind. N. 4, 12; sp. D., τείχη Euen. 14 (IX, 62).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπυργος: -ον, ἔχων καλοὺς πύργους, ἐπὶ τετειχισμένων πόλεων, Τροίην εὔπυργον Ἰλ. Η. 71, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270· ποιητ. ὡσαύτως ἠΰπυργος Πινδ. Ν. 4. 19, Βακχυλ. 5. 184 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou fortes tours.
Étymologie: εὖ, πύργος.

English (Autenrieth)

well towered or walled, Il. 7.71†.

Greek Monolingual

εὔπυργος και ἐύπυργος και ἠύπυργος, -ον (Α)
(για πόλη) με ωραίους, δυνατούς πύργους, με καλή οχύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πύργος.

Greek Monotonic

εὔπυργος: -ον, αυτός που έχει καλούς πύργους, λέγεται για προστατευμένες με οχυρώσεις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπυργος: дор. ἠΰπυργος 2 с хорошими башнями, т. е. сильно укрепленный (Τροίη Hom.; πόλις Hes.; Αἰακιδᾶν ἕδος Pind.; τείχη Anth.).