παραυλίζω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραυλίζω:''' βρίσκομαι δίπλα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ευρ. | |lsmtext='''παραυλίζω:''' βρίσκομαι δίπλα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραυλίζω:''' находиться близко, быть расположенным по соседству (τινί Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A lie near, παραυλίζουσα πέτρα . . Μακραῖς E.Ion493 (lyr.) :—Med., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ath.5.189e.
German (Pape)
[Seite 505] daneben hausen od. wohnen, im med. παραυλίζομαι, neben παρακοιμᾶσθαι, Ath. IV, 189 e. – Ueberh. daneben gelegen sein, πέτρα παραυλίζουσα, Eur. Ion 493.
Greek (Liddell-Scott)
παραυλίζω: κεῖμαι πλησίον, παραυλίζουσα πέτρα ... Μάκραις Εὐρ. Ἴων 493·- Μέσ., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ἀθήν. 189Ε.
French (Bailly abrégé)
habiter auprès, être voisin;
Moy. παραυλίζομαι m. sign.
Étymologie: πάραυλος.
Greek Monolingual
Α πάραυλος (Ι)]
1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.)
2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον
3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις», Αθήν.).
Greek Monotonic
παραυλίζω: βρίσκομαι δίπλα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παραυλίζω: находиться близко, быть расположенным по соседству (τινί Eur.).