θανατοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' -ον, = [[θανατηφόρος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' -ον, = [[θανατηφόρος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θᾰνᾰτοφόρος:''' Aesch. = [[θανατηφόρος]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰνᾰτοφόρος Medium diacritics: θανατοφόρος Low diacritics: θανατοφόρος Capitals: ΘΑΝΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thanatophóros Transliteration B: thanatophoros Transliteration C: thanatoforos Beta Code: qanatofo/ros

English (LSJ)

ον,=

   A θανατηφόρος, πάθη A.Ag.1176 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] = θανατηφόρος, Aesch. Ag. 1149.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θανατηφόρος.

Greek Monolingual

θανατοφόρος, -ον (Α)
ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φόρος < φέρω
πρβλ. ανθο-φόρος, καρπο-φόρος.

Greek Monotonic

θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτοφόρος: Aesch. = θανατηφόρος.