μαλθακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαλθᾰκίζομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλθακός]], λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[επαναπαύομαι]], [[ενδίδω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μαλθᾰκίζομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[μαλθακός]], λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· [[επαναπαύομαι]], [[ενδίδω]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μαλθᾰκίζομαι,<br />Pass. to be [[softened]], of persons, Aesch., Eur.:— to [[relax]], [[give]] in, Plat.
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλθακίζομαι Low diacritics: μαλθακίζομαι Capitals: ΜΑΛΘΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malthakízomai Transliteration B: malthakizomai Transliteration C: malthakizomai Beta Code: malqaki/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E.Med.291; of the sun's heat, Gal.17(1).388.    II relax, give in, Pl.R.458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.

Greek Monolingual

μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῡ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῑν ἐμὲ πλεῑν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλθακός, λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επαναπαύομαι, ενδίδω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκίζομαι,
Pass. to be softened, of persons, Aesch., Eur.:— to relax, give in, Plat.