ὑποτοπέω: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτοπέω:''' αόρ. αʹ <i>-ετόπησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]], σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., τον [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ <i>ὑπετοπήθην</i>· [[υποψιάζομαι]] [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]] ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑποτοπέω:''' αόρ. αʹ <i>-ετόπησα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]], σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., τον [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ <i>ὑπετοπήθην</i>· [[υποψιάζομαι]] [[κάτι]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., [[υποπτεύομαι]] ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor1 -ετόπησα aor1 ὑπετοπήθην<br /><b class="num">I.</b> to [[suspect]], [[surmise]], Thuc.; c. acc. et inf., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[suspect]] him, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> so as Dep. ὑποτοπέομαι to [[suspect]] a [[thing]], Hdt., Ar.; c. acc. et inf. to [[suspect]] that . . , Hdt., Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:15, 10 January 2019
English (LSJ)
pf.
A -τετόπηκα D.C. 38.42:—suspect, surmise, τι Th.1.56; c. acc. et inf., ib.20,51, Alciphr. 3.72, Procop Vand.1.18; ὑ. μὴ . . Th.2.13. 2 c. acc pers., suspect him, Id.5.116 (s. v.l.). II Med. ὑποτοπέομαι, aor. ὑπετοπήθην in med. sense:—suspect a thing, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Hdt.9.116; κάχ' ὑποτοπεῖσθαι Ar.Ra.958: c. inf., ὑποτοπηθέντες Δημάρητον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Hdt.6.70, cf. Ar.Th.496, Lys.9.4 (Scal. for ὑπετυπούμην) ; ὑποτοπεῖσθαι χρὴ ἐκ τῶν γεγραμμένων one must form an idea, Hp.Art. 33.—In Att. Prose the word generally used was ὑποπτεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτοπέω: ἀόρ. -ετόπησα Θουκ.· πρκμ. -τετόπηκα Δίων Κ. 38. 42. Ὑποπτεύω, ὑποψιάζομαι, τι Θουκ. 1. 56· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 20, 51, κλπ. · ὑπ. μή... ὁ αὐτ. 2. 13. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ὑποπτεύω τινά, ὁ αὐτ. 5. 116. ΙΙ. ἀρχαιότερον ἔχομεν ἀποθετ. ὑποτοπέομαι, ἀόρ. ὑπετοπήθην· - ὑποπτεύω τι, οὐδὲν ὑποτοπηθέντα Ἡρόδ. 9. 116· κάχ’ ὑποτοπεῖσθαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 958· μετ’ ἀπαρ., ὑποτοπηθέντες Δημάρατον δρησμῷ ἐπιχειρέειν Ἡρόδ. 6. 70, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 496, Λυσίαν 114. 32. - Ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ κοινὸν ἐν χρήσει ἦν τὸ ὑποπτεύω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ὑπετόπουν, ao. ὑπετόπησα, pf. ὑποτετόπηκα;
soupçonner, acc. ou prop. inf.;
Moy. ὑποτοπέομαι-οῦμαι (ao. Pass.) m. sign.
Étymologie: ὑπό, τόπος.
Greek Monotonic
ὑποτοπέω: αόρ. αʹ -ετόπησα·
I. 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, σε Θουκ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.
2. με αιτ. προσ., τον υποπτεύομαι, στον ίδ.
II. ομοίως ως αποθ., ὑποτοπέομαι, αόρ. αʹ ὑπετοπήθην· υποψιάζομαι κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., υποπτεύομαι ότι..., σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
aor1 -ετόπησα aor1 ὑπετοπήθην
I. to suspect, surmise, Thuc.; c. acc. et inf., Thuc.
2. c. acc. pers. to suspect him, Thuc.
II. so as Dep. ὑποτοπέομαι to suspect a thing, Hdt., Ar.; c. acc. et inf. to suspect that . . , Hdt., Ar.