εὐρώεις: Difference between revisions
πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρώεις:''' -εσσα, -εν ([[εὐρώς]]), σαπισμένος, μουχλιασμένος, ανθυγιεινά [[υγρός]] και [[σκοτεινός]], [[νοτερός]], [[οἰκία]] εὐρώεντα (το [[loca]] senta situ του Βιργ.), λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· <i>τάφον εὐρώεντα</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''εὐρώεις:''' -εσσα, -εν ([[εὐρώς]]), σαπισμένος, μουχλιασμένος, ανθυγιεινά [[υγρός]] και [[σκοτεινός]], [[νοτερός]], [[οἰκία]] εὐρώεντα (το [[loca]] senta situ του Βιργ.), λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· <i>τάφον εὐρώεντα</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρώεις:''' εὐρώεσσα, εὐρώεν, gen. εντος [[εὐρώς]] покрытый плесенью, промозглый, сырой (Ἀΐδεω [[δόμος]] Hom., Hes.; εὐρώεντα [[κέλευθα]] Hom.; [[τάφος]] Soph.): [[χῶρος]] εὐ. Hes. = [[Τάρταρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν, (εὐρώς)
A mouldy, dank, οἰκία . . εὐρώεντα, of the nether world, Il.20.65; εἰς Ἀΐδεω δόμον εὐρώεντα Od.10.512,23.322, cf. Hes.Op.153; πείρατα, of Tartarus, Id.Th.739; εὐρώεντα κέλευθα Od. 24.10; ὑπὸ ζόφῳ εὐρώεντι h.Cer.482; τάφον εὐρώεντα S.Aj.1167 (anap.); later, dank, slimy, ἰλύς, πηλός, Opp.H.1.781, 2.89. (Expld. as = εὐρέα or πλατέα, ἀναπεπταμένα (cf. εὐρύς) by Apollon.Lex., Hsch., EM 397.57, and possibly so used in late Poets, κόλπος θαλάσσης Opp.H. 5.3, βέρεθρον Nonn.D.26.107; of a monster's throat, ib.25.476.)
German (Pape)
[Seite 1096] εσσα, εν, schimmelig, moderig, bei Hom. nur von der Unterwelt, οἰκία εὐρώεντα Il. 20, 65, εἰς Ἀΐδεω δόμον εὐρώεντα Od. 10, 512. 23, 322, wie Hes. O. 152; εὐρώεντα κέλευθα Od. 24, 10, wobei zugleich an das Finstere, Dumpfige zu denken ist; vom Tartarus, Hes. Th. 731. 739, wie auch τάφος O. 152; Qu. Sm. 14, 241 u. Soph. Ai. 1146. Doch haben schon alte Erkl. es auf εὐρύς zurückgeführt, Apoll. L. H. erll. εὐρέα, ἀνατεταμένα, Schol. Il. 20, 65 ὅτι πάντα χωρεῖ, also geräumig, wofür sich Herm. zu Soph. erkl., u. wie es sp. D. auch wirklich brauchten, κόλπον ἀν' εὐρώεντα θαλάσσης Opp. H. 5, 3, δένδρεον εὐρώεντι κατέκρυφεν ἀνθερεῶνι Nonn. D. 25, 476, die aber entweder von εὐρύς wirklich ein solch neues Wort bilden konnten, vgl. Lob. zu Phryn. 541, od. die homerischen Stellen wie oft falsch deuteten. Für die erste Bdtg sprechen die dabei stehenden Ausdrücke σμερδαλέα, τά τε στυγέουσι θεοί περ.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώεις: εσσα, εν, (εὐρὼς) πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιασμένος», ὑγρὸς καὶ σκοτεινός, παρ᾿ Ὁμ. ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, οἰκία... εὐρώεντα (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. loca senta situ) Ἰλ. Υ. 65· εἰς Ἀΐδεω δόμον εὐρώεντα Ὀδ. Κ. 512, Ψ. 322, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 152· εὐρώεντα κέλευθα Ὀδ. Ω. 10· ὑπὸ ζόφῳ εὐρώεντι Ὁμ. Ὑμν. εἰς Δήμ. 482· τάφον εὐρώεντα Σοφ. Αἴ. 1167· ἐν Ἡσ. Θ. 731, 739, ἐπὶ τοῦ Ταρτάρου, ἔνθα ἦσαν καθειργμένοι οἱ Τιτᾶνες, χώρῳ ἐν εὐρώεντι, πελώρης ἔσχατα γαίης. ― Γραμματικοί τινες ἑρμηνεύουσι τὴν λεξιν οὐ μόνον διὰ τοῦ σκοτεινός, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ πλατύς, = ἀναπεπταμένος, ὅπερ παριστᾷ τὴν λέξιν ὡς ἱσοδύναμον τῷ εὐρὺς (πρβλ. εὐρώδης), Ἀπολλ. Λεξ. σ. 374, Ἡσυχ. 1. 1528 (ἐκδ. Albert.), Ἐτυμολ. Μ. 397. 57: ἀλλὰ τὰ χωρία ἐν οἷς ἀπαντᾷ παρ᾿ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ὑποδηλοῦσι καὶ ἰδέαν τινὰ ἀποστροφῆς καὶ ὅτι οὕτως ἐξελάμβανον τὴν λέξ. οἱ ἀρχαῖοι φαίνεται ἐκ τοῦ οὐσιαστ. εὐρώς, ὡς μετεχειρίσθησαν αὐτὸ ὁ Θέογνις, ὁ Σιμωνίδης, κλ. Μεταγεν. ποιηταὶ (ὡς ὁ Ὀππ. ἐν Ἁλ. 5. 3, Νόνν. ἐν Δ. 25. 476) ἀναμφιβόλως μετεχειρίσθησαν τὸ εὐρώεις ὡς ταυτόσημον τῷ εὐρύς, πρβλ. εὐρώδης· ἀλλὰ τοῦτο δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν χωρὶς νὰ ἀναμίξωμεν τὸν Ὁμηρον.
French (Bailly abrégé)
ώεσσα, ῶεν;
moisi, humide.
Étymologie: εὐρώς.
English (Autenrieth)
εσσα (εὐρώς): mouldy, dank, epith. of Hades.
Greek Monolingual
εὐρώεις -εσσα, -εν (Α)
1. μουχλιασμένος
2. υγρός και σκοτεινός (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» — στο σκοτεινό παλάτι του Άδη, Ομ. Οδ.
β. «τάφον εὐρώεντα» — υγρό και σκοτεινό τάφο, Σοφ.)
3. ευρώδης, ευρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρώς «μούχλα». Αργότερα η λέξη συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ευρύς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «πλατύς»].
Greek Monotonic
εὐρώεις: -εσσα, -εν (εὐρώς), σαπισμένος, μουχλιασμένος, ανθυγιεινά υγρός και σκοτεινός, νοτερός, οἰκία εὐρώεντα (το loca senta situ του Βιργ.), λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· τάφον εὐρώεντα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρώεις: εὐρώεσσα, εὐρώεν, gen. εντος εὐρώς покрытый плесенью, промозглый, сырой (Ἀΐδεω δόμος Hom., Hes.; εὐρώεντα κέλευθα Hom.; τάφος Soph.): χῶρος εὐ. Hes. = Τάρταρος.