ὄχησις: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄχησις:''' ἡ ([[ὀχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> (από Παθ.) το να μεταφέρεται [[κάποιος]]· <i>ἵππων ὀχήσεις</i>, [[ιππασία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὄχησις:''' ἡ ([[ὀχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> (από Παθ.) το να μεταφέρεται [[κάποιος]]· <i>ἵππων ὀχήσεις</i>, [[ιππασία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> перевозка, перетаскивание Plat.;<br /><b class="num">2)</b> езда: ἵππων ὀχήσεις Plat. езда на лошадях.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχησις Medium diacritics: ὄχησις Low diacritics: όχησις Capitals: ΟΧΗΣΙΣ
Transliteration A: óchēsis Transliteration B: ochēsis Transliteration C: ochisis Beta Code: o)/xhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a being carried, Pl.Ti.89a (pl.), Arist.Ph.243a17; ἵππων ὀχήσεις riding, Pl.R.452c, cf. Phld.Rh.2.197 S.; τὴν ὄχησιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Str.1.3.12; ἡ ὄ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, of lame people, the weight is thrown on the good leg, in walking, Hp. Art.52.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχησις: ἡ, (ὀχέω) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς σκέλος κατὰ τὸ βάδισμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se faire voiturer ou transporter.
Étymologie: ὀχέω.

Greek Monotonic

ὄχησις: ἡ (ὀχέω),
I. μεταφορά, σε Πλάτ.
II. (από Παθ.) το να μεταφέρεται κάποιος· ἵππων ὀχήσεις, ιππασία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὄχησις: εως ἡ1) перевозка, перетаскивание Plat.;
2) езда: ἵππων ὀχήσεις Plat. езда на лошадях.