λαχνόγυιος: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λαχνόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει τριχωτά [[μέλη]] σώματος, σε Ευρ. | |lsmtext='''λαχνόγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που έχει τριχωτά [[μέλη]] σώματος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαχνόγυιος:''' с мохнатым телом, покрытый шерстью или мехом (θῆρες Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with shaggy limbs, θῆρες E.Hel.378 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 20] mit dichtbehaarten Gliedern, θῆρες Eur. Hel. 378.
Greek (Liddell-Scott)
λαχνόγυιος: -ον, ἔχων δασέα μέλη, θῆρες Εὐρ. Ἑλ. 378 (λυρ.)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres velus.
Étymologie: λάχνη, γυῖον.
Greek Monolingual
λαχνόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + -γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό-γυιος, λιπό-γυιος].
Greek Monotonic
λαχνόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει τριχωτά μέλη σώματος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λαχνόγυιος: с мохнатым телом, покрытый шерстью или мехом (θῆρες Eur.).