ἰσοτέλεστος: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσοτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· [[ἐπίκουρος]] [[ἰσοτέλεστος]], [[σύμμαχος]] ή [[φίλος]] που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἰσοτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· [[ἐπίκουρος]] [[ἰσοτέλεστος]], [[σύμμαχος]] ή [[φίλος]] που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσοτέλεστος:''' происходящий для всех без различия, т. е. никого не щадящий, всеобщий ([[Ἄϊδος]] [[μοῖρα]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (τελέω)
A made exactly like, exact, ἰ. μίμημα Nonn.D.18.247. 2 coming at the last to all alike, ἐπίκουρος, of Death, S.OC1220 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1267] Ἄϊδος Μοῖρα, Soph. O. C. 1223, nach den Schol. ὁμοίως ἀποθνήσκουσιν οἱ τοιοῦτοι, die Allen gemeinsame Nothwendigkeit des Todes, die Alle auf gleiche Weise vollendet.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτέλεστος: -ον, (τελέω) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀκριβής, ἰσοτ. μίμημα Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων τέλος εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ θάνατος καλεῖται ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, ὁ σύμμαχος ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται μετὰ τῆς ἑπομένης λέξεως μοῖρα, ὡς τὸ θανάτου μοῖρα ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’accomplit également pour tous.
Étymologie: ἴσος, adj. verb. de τελέω.
Greek Monolingual
ἰσοτέλεστος, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα»)
2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο-τέλεστος μεσο-τέλεστος].
Greek Monotonic
ἰσοτέλεστος: -ον (τελέω), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, σύμμαχος ή φίλος που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτέλεστος: происходящий для всех без различия, т. е. никого не щадящий, всеобщий (Ἄϊδος μοῖρα Soph.).