μετεγγράφω: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]] σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, <i>μετεγγραφήσεται</i>, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μετεγγράφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]] σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, <i>μετεγγραφήσεται</i>, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεγγράφω:''' (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεγγράφω Medium diacritics: μετεγγράφω Low diacritics: μετεγγράφω Capitals: ΜΕΤΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: metengráphō Transliteration B: metengraphō Transliteration C: meteggrafo Beta Code: meteggra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A place upon a new register, Ar.Eq.1370 (fut. 2 Pass. μετεγγραφήσεται); re-register, τὸν ἐωνημένον Thphr.Fr.97.3; ἑαυτὸν εἰς τοὺς ἄνδρας Sch.Pi.O.9.134.    2 rewrite, prob. f.l. for μεταγρ- in Luc.Hist.Conscr.5.

German (Pape)

[Seite 157] anders einschreiben, in einer Liste Eingeschriebenes umändern, οὐδεὶς μετεγγραφήσεται, ἀλλ' ὅςπερ ἦν τὸ πρῶτον ἐγγεγράψεται, Ar. Equ. 1367.

Greek (Liddell-Scott)

μετεγγράφω: ἐγγράφω εἰς νέον κατάλογον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1370, κατὰ β΄ παθ. μέλλ. μετεγγραφήσεται.

French (Bailly abrégé)

inscrire sur un nouveau registre.
Étymologie: μετά, ἐγγράφω.

Greek Monolingual

μετεγγράφω)
1. εγγράφω εκ νέου, ξαναγράφω
2. εγγράφω σε νέο κατάλογο
3. (σχετικά με μαθητή, σπουδαστή ή αθλητή) εγγράφω από ένα σχολείο ή πανεπιστήμιο σε άλλο ή από έναν σύλλογο σε άλλο, μεταγράφω.

Greek Monotonic

μετεγγράφω: μέλ. -ψω, εγγράφω σε νέο κατάλογο· γʹ ενικ. Παθ. μέλ. βʹ, μετεγγραφήσεται, θα εγγραφεί σε νέο κατάλογο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μετεγγράφω: (ᾰ) переписывать в другую категорию, вносить в другой список: οὐδεὶς μετεγγραφήσεται Arph. никто не будет внесен в другой список (о перечислении из одной воинской категории в другую).