εὐτείχεος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐτείχεος:''' -ον ([[τεῖχος]]), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''εὐτείχεος:''' -ον ([[τεῖχος]]), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐτείχεος:''' (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный ([[Τροίη]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (τεῖχος)
A well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.
English (Autenrieth)
metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.
Greek Monolingual
εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτείχεος: (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный (Τροίη Hom.).