ῥόδον: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥόδον:''' τό, [[τριαντάφυλλο]], Λατ. [[rosa]], σε Ομηρ. Ύμν., Θέογν. κ.λπ.· Αιολ. [[βρόδον]], σε [[Σαπφώ]]· μεταφ., <i>ῥόδα μ' εἴρηκας</i>, με στόλισες με τριαντάφυλλα, μου μίλησες γλυκά και όμορφα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ῥόδον:''' τό, [[τριαντάφυλλο]], Λατ. [[rosa]], σε Ομηρ. Ύμν., Θέογν. κ.λπ.· Αιολ. [[βρόδον]], σε [[Σαπφώ]]· μεταφ., <i>ῥόδα μ' εἴρηκας</i>, με στόλισες με τριαντάφυλλα, μου μίλησες γλυκά και όμορφα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥόδον:''' эол. [[βρόδον]] τό роза HH, Pind. etc.: ῥόδοις ἐστεφανωμένος Arph. увенчанный розами; ῥόδα μ᾽ εἴρηκας Arph. твои слова мне (приятны как) розы.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόδον Medium diacritics: ῥόδον Low diacritics: ρόδον Capitals: ΡΟΔΟΝ
Transliteration A: rhódon Transliteration B: rhodon Transliteration C: rodon Beta Code: r(o/don

English (LSJ)

τό, metaplast. dat. pl. ῥοδέεσσι v.l. in A.R.3.1020:—

   A rose, first in h.Cer.6, cf. Thgn.537, Pi.I.4(3).18(36), Hdt.8.138, IG12.289; Aeol. βρόδον (q.v.); mostly of Rosa gallica, red rose, Thphr.HP6.6.4, etc.; ῥ. ἑκατοντάφυλλον, Rosa centifolia, cabbage rose, ibid.; ῥ. ἄγριον, Rosa dumetorum, wild rose, ib.6.2.1: metaph., ῥόδα μ' εἴρηκας you've spoken roses of me, have said all things sweet and beautiful, Ar.Nu.910; πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις ib.1330: prov., ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china shop', Crates Com.4.    2 = ῥοδωνιά, Coluth.348.    II Ῥόδα, τά,= ῥοδισμός, Rev.Hist.Rel.97.275 (Bulgaria).    III pudenda muliebria, Pherecr.108.29.

German (Pape)

[Seite 846] τό, die Rose; zuerst H. h. Cer. 6; Theogn. 537; φοινίκεα, Pind. I. 3, 36; ῥόδοις ἐστεφανωμένος, Ar. Equ. 961, der auch ῥόδα μ' εἴρηκας verbindet, Nubb. 900; Folgde; auch in Prosa überall; der Rosengarten, Coluth. 341. – Auch die weibliche Schaam, κόραι τὰ ῥόδα κεκαρμέναι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 b. – Um ῥοδέεσσι bei Ap. Rh. 3, 1020 zu erklären, hat man auch einen nom. τὸ ῥόδος angenommen. – S. ῥοδέα.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόδον: τό, κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. πληθ. ῥοδέεσι ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ.΄ 1020· ― «τριαντάφυλλον», Λατ. rosa, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 6, Θέογν. 537, Πινδ. Ι. 4. 31, Ἡρόδ. 8. 138· ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ βρόδον, Σαπφὼ 19· ― μεταφορ., ῥόδα μ’ εἴρηκας, μὲ τριαντάφυλλα μὲ ἐστόλισες, Ἀριστοφ. Νεφ. 910· πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις αὐτόθι 1330· παροιμ., ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6. 2) = ῥοδωνιά, Κόλουθ. 348. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, κόραι ἀρτίως ἡβυλλιῶσαι καὶ, τὰ ῥόδα κεκαρμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 29· οὕτω ῥοδωνιά, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 5· ῥοδὼν Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10· πρβλ. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 la rose fleur;
2 pudenda muliebria (Phérécrate).
Étymologie: cf. lat. rosa -- DELG de *Ϝρόδον, Ϝ attesté par le myc.

English (Slater)

ῥόδον
   1 rose χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) ]σι τε ῥοδ[ων (supp. Lobel) Δ. 4. c. 2. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 18.

Spanish

rosa

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ρόδο.

Greek Monotonic

ῥόδον: τό, τριαντάφυλλο, Λατ. rosa, σε Ομηρ. Ύμν., Θέογν. κ.λπ.· Αιολ. βρόδον, σε Σαπφώ· μεταφ., ῥόδα μ' εἴρηκας, με στόλισες με τριαντάφυλλα, μου μίλησες γλυκά και όμορφα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥόδον: эол. βρόδον τό роза HH, Pind. etc.: ῥόδοις ἐστεφανωμένος Arph. увенчанный розами; ῥόδα μ᾽ εἴρηκας Arph. твои слова мне (приятны как) розы.