κινύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῑνύσσομαι:''' Παθ., <i>κινέομαι</i>, κινούμαι [[μπρος]] και [[πίσω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κῑνύσσομαι:''' Παθ., <i>κινέομαι</i>, κινούμαι [[μπρος]] και [[πίσω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.
}}
}}

Revision as of 10:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνύσσομαι Medium diacritics: κινύσσομαι Low diacritics: κινύσσομαι Capitals: ΚΙΝΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: kinýssomai Transliteration B: kinyssomai Transliteration C: kinyssomai Beta Code: kinu/ssomai

English (LSJ)

Pass.,

   A = κινέομαι, waver, sway backwards and forwards, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, hin u. her schwanken; ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ 'κινυσσόμην Aesch. Ch. 196, daß ich nicht vom Zweifel hin u. her getrieben würde; Hesych. hat κηνυσσόμην, εἴδωλον ἐγενόμην, vgl. κίνυγμα.

Greek (Liddell-Scott)

κῐνύσσομαι: παθ. = κινέομαι, κινοῦμαι ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Χο. 196· πρβλ. κίνυγμα.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. Pass. ἐκινυσσόμην;
être agité, ballotté.
Étymologie: κινέω.

Greek Monolingual

κινύσσομαι (Α)
κινούμαι, ταλαντεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ- (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα -σσομαι].

Greek Monotonic

κῑνύσσομαι: Παθ., κινέομαι, κινούμαι μπρος και πίσω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινύσσομαι [κινέω] twijfelen.