εἰσαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[οδηγώ]] ή [[σπρώχνω]], [[εξωθώ]] πάνω σε, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εἰσᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[οδηγώ]] ή [[σπρώχνω]], [[εξωθώ]] πάνω σε, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσαράσσω:''' ион. [[ἐσαράσσω]] отгонять, отбрасывать, оттеснять (τὴν ἵππον, τοὺς πολεμίους ἐς τὰς [[νέας]] Her.).
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰράσσω Medium diacritics: εἰσαράσσω Low diacritics: εισαράσσω Capitals: ΕΙΣΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: eisarássō Transliteration B: eisarassō Transliteration C: eisarasso Beta Code: ei)sara/ssw

English (LSJ)

Att. εἰσαράττω,

   A dash or force into, τὴν ἵππον ἐς. drive the enemy's horse in upon his foot, Hdt.4.128, cf. D.C.51.26 ; σφέας ἐς τὰς νέας Id.5.116.

German (Pape)

[Seite 740] hinein-, daraufwerfen; τὴν ἵππον, die Reiterei, nämlich auf das Fußvolk zurück, Her. 4, 128; σφέας εἰς τὰς νέας 5, 116; Sp., wie D. Cass. 42, 40. 51, 26.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― ἀναγκάζω τι νὰ συγκρουσθῇ, οἱ δὲ Σκύθαι ἐσαράξαντες τὴν ἵππον, τρέψαντες τὸ ἱππικὸν τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον τοῦ πεζικοῦ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 128· ἐσαράξαντες σφέας ἐς τὰς νέας, διώξαντες αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς, ὁ αὐτ. 5. 116· τοὺς λοιποὺς ἐς τὰς ναῦς ἐσήραξαν Δίων Κάσ. 42. 40· τὴν ἵππον ἐς τοὺς πεζοὺς ἐσήραξε ὁ αὐτ. 51. 26

Greek Monolingual

εἰσαράσσω (Α)
ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο ώστε να συγκρουστούν («εἰσαράσσειν σφέας εἰς τὰς νέας»).

Greek Monotonic

εἰσᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, οδηγώ ή σπρώχνω, εξωθώ πάνω σε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαράσσω: ион. ἐσαράσσω отгонять, отбрасывать, оттеснять (τὴν ἵππον, τοὺς πολεμίους ἐς τὰς νέας Her.).