Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκαταίρω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταίρω:''' [[προσορμίζομαι]], [[καταπλέω]] συγχρόνως, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγκαταίρω:''' [[προσορμίζομαι]], [[καταπλέω]] συγχρόνως, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταίρω Medium diacritics: συγκαταίρω Low diacritics: συγκαταίρω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: synkataírō Transliteration B: synkatairō Transliteration C: sygkatairo Beta Code: sugkatai/rw

English (LSJ)

   A come to land together, Plu.Crass.20, Lib.Or.61.4: metaph., αἱ νῖκαι σ. τινὶ εἰς μητρόπολιν Them.Or.3.42b.

German (Pape)

[Seite 965] (s. αἴρω), mit od. zugleich ankommen, im Hafen, Pol. 1, 52, 6, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταίρω: προσορμίζομαι ὁμοῦ, τὰ σιτηγὰ συγκαταίροντα πρὸς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Κράσσ. 20, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 1. 52. 6· μεταφορ., αἱ νῖκαι... συγκαταίρουσι τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν τροπαίων Θεμίστ. 42Β.

French (Bailly abrégé)

aborder ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, καταίρω.

Greek Monolingual

Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].

Greek Monolingual

Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].

Greek Monotonic

συγκαταίρω: προσορμίζομαι, καταπλέω συγχρόνως, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc.