ἐπισμυγερός: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισμῠγερός:''' горестный, мучительный, страшный (Ἀχλύς Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A gloomy, sad, Ἀχλύς Hes.Sc.264; αἶσα A.R. 4.1065.—Hom. has only the Adv. -ρῶς, ἀπέτεισεν sadly did he pay for it, Od.3.195; ἐ. ναυτίλλεται at his peril, to his misfortune doth he sail, 4.672, cf.A.R.1.616.
German (Pape)
[Seite 980] schmählich, schrecklich, jämmerlich, ἀχλύς Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, οἰκτρός, ἐλεεινός, πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
lamentable.
Étymologie: ἐπί, σμυγερός.
Greek Monolingual
ἐπισμυγερός, -ά, -όν (Α)
οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ.
β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»].
Greek Monotonic
ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, σκυθρωπός, οικτρός, ελεεινός, σε Ησίοδ.· επίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, ταξιδεύει ιδία δαπάνη, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισμῠγερός: горестный, мучительный, страшный (Ἀχλύς Hes.).