ἐπιποτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιποτάομαι:''' παρακ. -[[πεπότημαι]], αποθ., επιτετ. αντί [[ἐπιπέτομαι]], [[πετώ]] ή [[ίπταμαι]], [[αιωρούμαι]] πάνω από, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπιποτάομαι:''' παρακ. -[[πεπότημαι]], αποθ., επιτετ. αντί [[ἐπιπέτομαι]], [[πετώ]] ή [[ίπταμαι]], [[αιωρούμαι]] πάνω από, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιποτάομαι:''' (pf. ἐπιπεπότημαι - дор. ἐπιπεπότᾱμαι) летать, носиться (над чем-л.): στυγία τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεποτάται Aesch. какая-то стигийская тьма нависла.
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιποτάομαι Medium diacritics: ἐπιποτάομαι Low diacritics: επιποτάομαι Capitals: ΕΠΙΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: epipotáomai Transliteration B: epipotaomai Transliteration C: epipotaomai Beta Code: e)pipota/omai

English (LSJ)

lengthd. for ἐπιπέτομαι,

   A fly or hover over, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu.378; Στυγία τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται Id.Pers.668; γῆν καὶ θάλατταν Ph.2.200.    II. float upon, ἀέρι Dsc.5.75; τῷ ὑγρῷ Porph.Antr.10.

German (Pape)

[Seite 972] hierher zieht man στυγία γάρ τις ἐπ' ἀχλὺς πεπόταται, ist darüber ausgebreitet, Aesch. Pers. 656, vgl. Eum. 356. – Sp. = ἐπιπέτομαι, darüber hinfliegen, wie Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιποτάομαι: πρκμ. ἐπιπεπότημαι: Ἀποθ.: ― ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐπιπέτομαι, ἐφίπταμαι, ἵπταμαι ὑπεράνω τινός, τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρί... πεπόταται Αἰσχύλ. Εὐμ. 379· στυγία τις ἐπ’ ἀχλὺς πεπόταται Πέρσ. 669· γῆν καὶ θάλασσαν ἐπιποτώμενοι Φίλων 2. 200. ΙΙ. ἐπιπλέω, ἐπιπολάζω, ἔτι δὲ κουφοτάτη ὡς δύνασθαι ἐπιποτᾶσθαι τῷ ἀέρι Διοσκ. 5. 85· τῷ ὑγρῷ Πορφύρ. π. Νυμφῶν Ἄντρου 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
voler sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, ποτάομαι.

Greek Monotonic

ἐπιποτάομαι: παρακ. -πεπότημαι, αποθ., επιτετ. αντί ἐπιπέτομαι, πετώ ή ίπταμαι, αιωρούμαι πάνω από, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιποτάομαι: (pf. ἐπιπεπότημαι - дор. ἐπιπεπότᾱμαι) летать, носиться (над чем-л.): στυγία τις ἐπ᾽ ἀχλὺς πεποτάται Aesch. какая-то стигийская тьма нависла.