ἀνταναμένω: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταναμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, [[αναμένω]] αντί να δραστηριοποιηθώ, αντί να [[λάβω]] δραστικά [[μέτρα]] αντιμετώπισης, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνταναμένω:''' μέλ. <i>-μενῶ</i>, [[αναμένω]] αντί να δραστηριοποιηθώ, αντί να [[λάβω]] δραστικά [[μέτρα]] αντιμετώπισης, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταναμένω:''' ожидать со своей стороны: οὐκ ἀνταναμείναντες [[σαφῶς]] [[εἰδέναι]] Thuc. не дожидаясь, пока убедимся воочию.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταναμένω Medium diacritics: ἀνταναμένω Low diacritics: ανταναμένω Capitals: ΑΝΤΑΝΑΜΕΝΩ
Transliteration A: antanaménō Transliteration B: antanamenō Transliteration C: antanameno Beta Code: a)ntaname/nw

English (LSJ)

   A wait instead of taking active measures, c. inf., Th.3.12.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen erwarten, Thuc. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταναμένω: ἀναμένω ἀντὶ νὰ λάβω δραστήρια μέτρα, μετ’ ἀπαρ., Θουκ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀνταναμείνας;
attendre de son côté.
Étymologie: ἀντί, ἀναμένω.

Spanish (DGE)

esperar, aguardar a su vez αὐτοὶ οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι εἰ ... Th.3.12.

Greek Monolingual

ἀνταναμένω (Α)
περιμένω να δω πώς θα εξελιχθεί μια κατάσταση χωρίς να παίρνω εν τω μεταξύ τα μέτρα μου.

Greek Monotonic

ἀνταναμένω: μέλ. -μενῶ, αναμένω αντί να δραστηριοποιηθώ, αντί να λάβω δραστικά μέτρα αντιμετώπισης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταναμένω: ожидать со своей стороны: οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι Thuc. не дожидаясь, пока убедимся воочию.