ἀπελέγχω: Difference between revisions
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
(3) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, επιτετ. του [[ἐλέγχω]], [[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[ανασκευάζω]], [[αποδεικνύω]], σε Αντιφ. | |lsmtext='''ἀπελέγχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, επιτετ. του [[ἐλέγχω]], [[επικρίνω]] με [[δριμύτητα]], [[ανασκευάζω]], [[αποδεικνύω]], σε Αντιφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[refute]] [[thoroughly]], [[Antipho]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 9 January 2019
English (LSJ)
strengthd. for ἐλέγχω,
A conuict, expose, refute, Antipho 5.19; τινά τινος Ph.1.205; εὐχέρειαν ἑαυτοῦ ib.193; τὴν διάνοιαν, εἰ . . M.Ant.8.36: abs., procure a conviction, CIG4325k (Olympus); vindicate, ἀ. τὸν τόκον γνήσιον Jul.Or.2.81d:—Pass., to be convicted, πείσας of having persuaded, Antipho 5.21.
German (Pape)
[Seite 286] gänzlich widerlegen, überführen, οὔτε πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, ich werde nicht überführt, daß ich überredet habe, Antiph. 5, 21; Sp., wie M. Anton. 8, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελέγχω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἐλέγχω, ἐξελέγχω, ἐπικρίνω, ἀνασκευάζω, Ἀντιφῶν 131. 35· τινά τινος καὶ τί τινος Φίλων 1. 205, 193, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθήκας) 4325k· τινὰ περί τι Μ. Ἀντων. 8. 36: - Παθ., ἀποδεικνύομαι, οὐδὲ πείσας τὸν ἄνδρα ἀπελέγχομαι, οὐδ’ ὅτι ἔπεισα τὸν ἄνδρα ἐλέγχομαι, ἀποδεικνύομαι, Ἀντιφῶν 132. 2.
French (Bailly abrégé)
f. ἀπελέγξω, ao. ἀπήλεγξα, pf. inus.
réfuter, convaincre d’erreur.
Étymologie: ἀπό, ἐλέγχω.
Spanish (DGE)
1 refutar ταῦτα παραχρῆμα Antipho 5.19, τὴν διάνοιαν, εἰ ... M.Ant.8.36, cf. Ptol.Iudic.15.16, πάντας τοὺς ῥεμβομένους Sm.Ps.118.118.
2 probar la culpabilidad, declarar culpable c. ac. y gen. τῆς πανουργίας ἀ. τὸν ἄδικον declarar al injusto culpable de su villanía Ph.1.205, εὐχέρειαν ἀ. σεαυτοῦ declararte culpable de tu propia sumisión Ph.1.193
•abs. ἃ καὶ σαφῶς ἐπεγνωκὼς ὁ Ονιας ἀπήλεγχεν LXX 2Ma.4.33, ὧν ὁ ἀπελένξας λήνψεται τὸ τρίτον TAM 2.1032.11 (Olimpo)
•en v. pas. ser declarado culpable c. part. πείσας ... οὐδαμοῦ ἀπελέγχομαι de ningún modo soy convicto de haber inducido ... Antipho 5.21.
3 probar τὴν μοιχείαν Aristaenet.1.5.24, τὸν τόκον γνήσιον Iul.Or.3.81d.
Greek Monolingual
ἀπελέγχω (Α)
1. επικρίνω, καταδικάζω κάποιον για κάτι
2. ανατρέπω, αντικρούω.
Greek Monotonic
ἀπελέγχω: μέλ. -ξω, επιτετ. του ἐλέγχω, επικρίνω με δριμύτητα, ανασκευάζω, αποδεικνύω, σε Αντιφ.
Middle Liddell
to refute thoroughly, Antipho.