ἀρυστήρ: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρυστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀρύω]]), [[κύπελλο]] ή [[κουτάλα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀρυστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀρύω]]), [[κύπελλο]] ή [[κουτάλα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρυστήρ:''' ῆρος (ᾰ) ὁ ковш (служивший у египтян мерой жидкостей) (οἴνου [[τέσσερες]] ἀρυστῆρες Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ῆρος, ὁ,
A = ἀρυτήρ, Alc.Supp.4.9, Semon.25, Hp.Genit. 9, Inscr.Cos42b, IG11.154A66, 161 C63 (Delos, iii B.C.): dat. pl. ἀρυστήρεσσι Call.Aet.1.1.17: name of a liquid measure, Hdt.2.168.
German (Pape)
[Seite 364] ion. = ἀρυτήρ, Her. 2, 168; Simon. Ath. X, 424 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρυστήρ: ῆρος, ὁ, = ἀρυτήρ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 28· μέτρον ὑγρῶν, οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Ἡρόδ. 2. 168.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἀρύω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): lesb. ἀρύστηρ Alc.58.9
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [dat. plu. ἀρυστήρεσσι Call.Fr.178.17]
1 cazo, cacillo para sacar y beber vino, copa ν ἀρύστηρ' ἐς κέραμον μέγαν Alc.l.c., ἀ. τρυγός Semon.23, cf. IC 42b5, IG 11(2).154A.66 (Delos III a.C.), Call.l.c., Poll.6.19, Hsch., εἴ τις σίκυον ... θείη ἐς ἀρυστῆρα si alguien mete un pepino en un cacillo Hp.Genit.9.
2 medida para líquidos οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Hdt.2.168.
Greek Monolingual
ἀρυστήρ, ο (Α) αρύω
αγγείο για μέτρηση υγρών.
Greek Monotonic
ἀρυστήρ: -ῆρος, ὁ (ἀρύω), κύπελλο ή κουτάλα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρυστήρ: ῆρος (ᾰ) ὁ ковш (служивший у египтян мерой жидкостей) (οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες Her.).