ἀτεχνία: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτεχνία:''' ἡ, [[έλλειψη]] τέχνης ή επιδεξιότητας, [[ανεπιτηδειότητα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀτεχνία:''' ἡ, [[έλλειψη]] τέχνης ή επιδεξιότητας, [[ανεπιτηδειότητα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτεχνία:''' ἡ неумелость, неискусность Plat., Arst., Plat., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A want of art or skill, Hp.Lex4, Pl.Phd.90d, al., Arist.EN1140a21, Chrysipp.Stoic.2.269: pl., Simp. in Stoic.3.49.
German (Pape)
[Seite 385] ἡ, Kunstlosigkeit, Ungeschicktheit, Ggstz τέχνη Plat. Phaedr. 274 b; Arist. Eth. 6, 4 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτεχνία: ἡ, ἔλλειψις τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀνεπιτηδειότης, γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d’art, inhabileté, maladresse.
Étymologie: ἀτεχνής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Lex 4
1 subj. desconocimiento del arte o técnica, falta de oficio, incompetencia de ciertos médicos θρασύτης δὲ ἀτεχνίην (σημαίνει) Hp.l.c., cf. VM 9, de Arte 1, Decent.4, Praec.7, Anon.Mirac.Thecl.23.6, frec. ref. a la lengua o la música τὴν ἑαυτοῦ ἀτεχνίαν Pl.Phd.90d, cf. Aristid.Quint.104.15, ἀ. τῆς γνώμης Hld.2.3.1
•op. τέχνη no arte, falta de dominio técnico λόγων Pl.Phdr.274b, cf. Plu.2.75b.
2 gener. más abstr. τεχνῶν καὶ ἀτεχνιῶν artes y procesos no sometidos a arte e.d., competencias e incompetencias Pl.Sph.253b, cf. Chrysipp.Stoic.2.269, 3.49, M.Ant.2.11, τέχνη ἕξις τις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν, ἡ δ' ἀτεχνία τοὐναντίον μετὰ λόγου ψευδοῦς ποιητικὴ ἕξις la competencia es una situación productiva basada en un conocimiento sistemático verdadero, la incompetencia es una situación productiva basada en un conocimiento falso Arist.EN 1140a22.
Greek Monolingual
ἀτεχνία, η (Α) άτεχνος
έλλειψη τέχνης ή επιτηδειότητας, αδεξιότητα.
Greek Monotonic
ἀτεχνία: ἡ, έλλειψη τέχνης ή επιδεξιότητας, ανεπιτηδειότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτεχνία: ἡ неумелость, неискусность Plat., Arst., Plat., Diog. L.