αὐτογέννητος: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτογέννητος:''' -ον, αυτός που δημιουργείται [[μόνος]] του, <i>αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός</i>, ερωτική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ. | |lsmtext='''αὐτογέννητος:''' -ον, αυτός που δημιουργείται [[μόνος]] του, <i>αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός</i>, ερωτική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτογέννητος:''' кровосмесительный (κοιμήματα [[ματρός]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = αὐτογενής : αὐ. κοιμήματα μητρός a mother's intercourse with her own child, S. Ant.864.
German (Pape)
[Seite 396] dasselbe, αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός Soph. Ant. 856, Jocaste's Beilager mit dem Sohne, den sie selbst geboren.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογέννητος: -ον, = αὐτογενής: κοιμήματά τε αὐτογέννητ’ ... μητρός, καὶ κοιμήματα μητρὸς μετὰ τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος τέκνου, Σοφ. Ἀντ. 864˙ - ὡσαύτως, αὐτογεννήτωρ, ορος, ὁ, αὐτὸς ὁ πατήρ, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 239Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né du propre sein (de qqn) : αὐτογέννητα κοιμήματα ματρός SOPH commerce d’une mère (Jocaste) avec son propre enfant.
Étymologie: αὐτός, γεννάω.
Spanish (DGE)
-ον
nacido de sí mismo por enálage κοιμήματα τ' αὐτογέννητα ... μητρός unión de una madre con su propio hijo S.Ant.864
•frec. en lit. crist., de Dios, Hom.Clem.16.16, de una de las tres divisiones del universo ἡ αὐ. μοῖρα Hippol.Haer.5.12.7, de las tinieblas κακὸν αὐτογέννητον Basil.M.29.36C.
Greek Monolingual
αὐτογέννητος, -ον (Α)
αυτογενής.
Greek Monotonic
αὐτογέννητος: -ον, αυτός που δημιουργείται μόνος του, αὐτογέννητα κοιμήματα μητρός, ερωτική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτογέννητος: кровосмесительный (κοιμήματα ματρός Soph.).