ἀχάλκωτος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(3) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχάλκωτος:''' -ον ([[χαλκόω]]), μη [[χάλκινος]], αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀχάλκωτος:''' -ον ([[χαλκόω]]), μη [[χάλκινος]], αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χαλκόω]]<br />not brasened; without [[money]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, lit.
A not brazened: without money, κυνοῦχος AP6.298 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 417] κυνοῦχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non garni de (clous de) cuivre (collier de chien).
Étymologie: ἀ, χαλκόω.
Spanish (DGE)
-ον carente de dinero κυνοῦχον AP 6.298 (Leon.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχάλκωτος, -ον) [[[χαλκώ]] (-όω)]
αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.
Greek Monotonic
ἀχάλκωτος: -ον (χαλκόω), μη χάλκινος, αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ.